Κύριε…  ποιος ήταν ο Ρήγας, Ο Καποδίστριας  και ο Κοραής; Η ερώτηση προέρχεται από μαθητή ,τελειόφοιτο, που σε δύο μήνες θα διεκδικήσει, επάξια, την είσοδό του σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή της πατρίδας μας.  Μέσα σ’ αυτήν την ερώτηση συμπυκνώνεται η αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, της κοινωνικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης μια ολόκληρης γενιάς που στο βωμό της όποιας «κατεύθυνσης» και της χρησιμοθηρικής γνώσης, θυσίασε την ελάχιστη ιστορική μνήμη που οφείλουμε στοιχειωδώς να κατέχουμε πέρα από τις γιορτές και τις παρελάσεις, που ανεξάρτητα με το αν συμφωνεί ή όχι κάποιος, φαίνεται ότι πόρρω απέχουν από την επιθυμητή κατάκτηση και διατήρηση της συλλογικής μνήμης.

Πολλές επαναστάσεις ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία είχαν λάβει χώρα στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο πριν από την μεγάλη επανάσταση του 1821. Άλλες από αυτές ήταν μικρότερης και άλλες μεγαλύτερης σημασίας, όλες όμως είχαν γενικά τοπικό χαρακτήρα. Η επανάσταση του 1821 ήταν η μόνη που οργανώθηκε προσεκτικά, πολλά χρόνια πριν την έκρηξή της στον ιστορικό ελληνικό γεωγραφικό χώρο στον απόηχο των μεγάλων γεγονότων που συγκλόνισαν την Ευρώπη (Γαλλική Επανάσταση του 1789, Ναπολεόντιοι πόλεμοι) αλλά και τον κόσμο (Αμερικανική επανάσταση του 1776), που δεν είχαν αντίκτυπο στις οπισθοδρομικές πλέον οικονομικοπολιτικοστρατιωτικές δομές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όταν εκδηλώθηκε η ελληνική επανάσταση κυβέρνηση, συνεπώς και εξωτερική πολιτική δεν υπήρχαν, παρά μόνο μία επαναστατική κυβερνητική ομάδα χωρίς δύναμη. Ευτυχής συγκυρία για την ελληνική υπόθεση υπήρξε η παρουσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ιδιαιτέρως του κόμη και Υπουργού Εξωτερικών  της Ρωσίας από το 1815 ως το 1822, Ιωάννη Καποδίστρια του μόνου Έλληνα που ήταν σε θέση να σχεδιάσει  διπλωματικές κινήσεις, γιατί γνώριζε τα γεωπολιτικά δεδομένα, τις εξελίξεις στις ρώσο-τουρκικές σχέσεις και που μπορούσε να επηρεάσει τη διεθνή πολιτική.

[«Το Συνέδριο της Βιέννης», πιθανώς πίνακας του Jean-Baptiste Isabey το 1819.]           Αρνητική , ωστόσο, υπήρξε  η στιγμή που έφτασε η είδηση της ελληνικής επανάστασης  στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Έξι μόλις χρόνια έπειτα από την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό και την συμφωνία  στο συνέδριο της Βιέννης το 1815 για την καθιέρωση ως υπέρτατου νόμου των εθνών της αρχής της νομιμότητας, κάθε φιλελεύθερο κίνημα θεωρούνταν όχι μόνο ανεπιθύμητο αλλά και καθ΄ολοκληρίαν εχθρικό. Η ιερή συμμαχία των μεγάλων δυνάμεων ήταν δεμένη στο διπλωματικό άρμα του καγκελαρίου της Αυστρίας Μέττερνιχ ο οποίος επεδίωκε τη συντήρηση της φεουδαρχίας δια μέσω των μοναρχικών  καθεστώτων και τη συντριβή των  επαναστατικών κινημάτων.

Επιπλέον οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Αυστρία υπήρξαν στην αρχή της εκδήλωσης της ελληνικής επανάστασης, αρνητικές για λόγους που κάθε άλλο άπτονται του συναισθήματος και της συμπάθειας προς τους Έλληνες. Η στάση τους , όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση και σε κάθε εποχή στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους υπαγορεύονταν από τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που ήθελε να διαφυλάξει κάθε δύναμη.

Ειδικότερα η Αυστρία κατείχε  την Ουγγαρία και μέρος της Ιταλίας, οπότε το ελληνικό παράδειγμα φοβόταν ότι θα το ακολουθούσαν και οι λαοί που είχε καθυποταγμένους. Επίσης ο Μέττερνιχ διατύπωνε την ανησυχία του σχετικά με το ρωσικό παράγοντα, ο οποίος θα επιθυμούσε να εκμεταλλευτεί την επανάσταση για να επηρεάσει  τις εξελίξεις στη βαλκανική και να έχει οικονομική βάση στο μεσογειακό χώρο.

Aπό την άλλη πλευρά η Αγγλία ήταν οπαδός της αταλάντευτης συνέχειας και ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού έτσι θα εμποδίζονταν οι Ρώσοι να διέλθουν από τα στενά του Ελλησπόντου προς τη Μεσόγειο θάλασσα. Επιπλέον η  Οθωμανική αυτοκρατορία προσέφερε στους Άγγλους τη δυνατότητα ανοιχτής οικονομικής πρόσβασης σε ολόκληρη την εγγύς και μέση ανατολή, κάτι που ,σαφώς, ένα ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος που θα στηριζόταν στη ναυτική του παράδοση , θα περιόριζε και θα έθετε εν κινδύνω. Αν σ΄ όλα αυτά προσθέσουμε και τις υπόνοιες της Αγγλικής διπλωματίας ότι η Ελληνική επανάσταση είχε σχεδιαστεί, οργανωθεί, υποστηριχθεί από τον τσάρο, γίνεται εύκολα αντιληπτός ο λόγος του έκδηλου ως τότε φιλοτουρκισμού που έτρεφε Αγγλικός παράγοντας.

Η Γαλλία προσκολλημένη και αυτή στις αρχές της νομιμότητας του συνεδρίου της Βιέννης έβλεπε θετικά την αρραγή ύπαρξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως ως μέσο ανάσχεσης της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Η Ρωσία παρόλες  τις εχθρικές διαθέσεις που έτρεφε προς τους Οθωμανούς, δεν επιθυμούσε να συμβάλλει στη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους από το φόβο μήπως προκληθεί διάσπαση της αυτοκρατορίας και οι αγγλογάλλοι προωθηθούν στα νότια της Ρωσίας. Γι΄ αυτό το λόγο και ο τσάρος Αλέξανδρος για να διασκεδάσει τις υπόνοιες ότι καθοδηγεί τους Έλληνες, έσπευσε να αποκηρύξει το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και να τον διαγράψει από τους ρωσικούς στρατιωτικούς καταλόγους τόσο τον ίδιο όσο και τους στρατηγούς του.

Μέσα σ΄ ένα τόσο δυσμενές διεθνές περιβάλλον  ξεκίνησε ο ελληνικός ένοπλος αγώνας για την απελευθέρωση. Κάθε παρόμοια κίνηση στην υπόλοιπη Ευρώπη που ήταν έτοιμη να εκδηλωθεί καταπνιγόταν στο όνομα της νομιμότητας, της ασφάλειας των υπηκόων που εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο η ελέω θεού μοναρχία. Οι Έλληνες απογοητεύτηκαν από τη ρωσική στάση καθώς τη θεωρούσαν, λόγω του ομόθρησκου, ότι αποτελούσε το φυσικό της προστάτη. Ωστόσο, όπως ήδη έχει αναφερθεί υπήρξε ευτυχής συγκυρία η παρουσία στα πολιτικά πράγματα της Ευρώπης του Ιωάννη Καποδίστρια.

Στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, ο Καποδίστριας εξελίχθη σε Α’ διπλωματικό σύμβουλο του Τσάρου και τέλος, σε Υπουργό επί των Εξωτερικών. Ο τυπικός διορισμός του εκδόθηκε το 1815.  Εκεί ο Καποδίστριας συναντιέται με όλους τους επιφανείς Έλληνες που συρρέουν εκεί  (Μητροπολίτης Ιγνάτιος, Άνθιμος Γαζής, Γεώργιος Σταύρου, Ανδρέας Μουστουξίδης, Φίλιππος Χατζής, αδελφοί Μπαλάκη, ο στρατηγός Δούκας που υπηρετούσε στον αυστριακό στρατό, ο Ιωάννης Μαυρογένης, πρόξενος της Τουρκίας στη Βιέννη και άλλοι, μεταξύ των ο Αθ. Τσακάλωφ). Άλλωστε, ο Καποδίστριας φρόντισε να γνωριστεί με την ελληνική κοινότητα από το 1811. Η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε στη Βιέννη, εκεί που γεννήθηκε το κίνημα του Ρήγα, να πάρει σάρκα και οστά το όραμα της ελευθερίας των Ελλήνων. Η πνευματική αναγέννηση του έθνους υπήρξε ο στόχος των λόγιων της εποχής και απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.

Το σχέδιο του Καποδίστρια που έχει εκφραστεί στο υπόμνημά τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν η ελευθερία της  Ελλάδας. Πίστευε ότι θα μπορούσε αξιοποιώντας τη θέση του να πετύχει η αυτονομία της Ελλάδας με τη βοήθεια του Τσάρου. Όμως η «αρχή της νομιμότητας» που πρέσβευαν οι μεγάλες δυνάμεις, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Πρωσία, αποτελούσε εμπόδιο σε κάθε φιλελεύθερη και επαναστατική κίνηση λαών που τελούσαν υπό καθεστώς δουλείας, όπως των  Ελλήνων. Ο  Ι. Καποδίστριας κατάφερε να αξιοποιήσει τον έκδηλο ανταγωνισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων προς όφελος του ζητήματος της ελευθερίας. Γνώριζε πολύ καλά, κάτι που ίσως μας διαφεύγει εν μέρει σήμερα, ότι στο διπλωματικό πεδίο δε χωρούν συναισθηματισμοί και φιλίες. Η λογική της διαχείρισης ή διεύρυνσης των συμφερόντων πρωτεύει. Γι’ αυτό και προχώρησε με σταθερά διπλωματικά  βήματα θέτοντας κάθε φορά και ένα νέο αίτημα ερεθίζοντας πότε την τάση για επέκταση στη μεσόγειο της Ρωσίας και πότε ξυπνώντας τα αντιρωσικά ένστικτα φοβισμού της Αγγλίας.

Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας κατέδειξε  ότι οι Έλληνες καταδυναστευόταν από βαρβάρους και ο αγώνας τους δεν ήταν τρομοκρατικός ή κοινωνικοανατρεπτικός αλλά εθνικοαπελευθερωτικός. Με κατάλληλους διπλωματικούς ελιγμούς ο Ι. Καποδίστριας κατάφερε αξιοποιώντας τα φοβικά αισθήματα και αντανακλαστικά των Ευρωπαίων να προωθήσει την Ελληνική υπόθεση σε σημείο που ούτε οι ίδιοι οι επαναστάτες είχαν οραματιστεί. Την ανεξαρτησία. Ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης του μικρού Κράτους που δημιουργήθηκε, σαφώς μικρότερο των προσδοκιών των αγωνιστών και αντιστρόφως ανάλογο των θυσιών που είχε καταβάλει το ελληνικό έθνος . Ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων συνεχίστηκε και εκφράστηκε καθαρά με τη δολοφονία του Καποδίστρια και την έλευση του νεαρού Βαυαρού  Όθωνα που με τους αντιβασιλείς του καθόρισαν τις τύχες του νεαρού βασιλείου και έθεσαν ως ημερομηνία εορτασμού  της ελληνικής παλιγγενεσίας την ημέρα του ευαγγελισμού της Θεοτόκου συνδέοντας την ελληνική παράδοση με το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων,

Χρίστος  Π.  Γαληρόπουλος
ΜSc Φιλόλογος- Ιστορικός Α.Π.Θ