Γράφει ο Χρίστος  Π. Γαληρόπουλος, MS.c  Φιλόλογος Α.Π.Θ

Μία από τις άγνωστες ημερομηνίες της ελληνικής ιστορίας είναι αυτή της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Πρόκειται ,ουσιαστικά, για την πρώτη επίσημη καταγραφή της Ελλάδας ως κράτους στη διεθνή πολιτική σκηνή. Λίγο πριν είχε προηγηθεί μία σειρά από μάχες με τον οθωμανικό στρατό και κοπιώδεις διπλωματικές παρεμβάσεις που οδήγησαν τους ευρωπαίους διπλωμάτες να αναθεωρήσουν την πολιτική του συνεδρίου της Βιέννης 1815 και να αναγνωρίσουν στους Έλληνες το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και τελικά της ανεξαρτησίας.

Κατά την τελική φάση του ελληνικού αγώνα για εθνική αποκατάσταση , τα ελληνικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, κέρδισαν την τελευταία μάχη εναντίον των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα, στη θέση Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου 1829. Είχε προηγηθεί η νίκη στη μάχη του Μαρτίνου στις 29 Ιανουαρίου 1829. Στο μεταξύ, γαλλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Maison, εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, για να αναγκάσουν τον αιγυπτιακό στρατό σε άμεση υποχώρηση H Ελληνική Επανάσταση πέτυχε μετά από έναν εννιάχρονο πολεμικό και διπλωματικό αγώνα, να οδηγήσει στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Προηγήθηκαν διάφορα κινήματα που τάραξαν την παγιωμένη κατάσταση, με ανατρεπτικά κηρύγματα, επαναστάσεις, ανταρσίες, την κλεφτουριά. Στις αρχές του 1828, έφθασε στο Ναύπλιο ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος είχε οριστεί Κυβερνήτης της Ελλάδας από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον Απρίλιο του 1827.  

Μετά την πτώση της Ακρόπολης (24 Μαΐου 1827) η Επανάσταση του ’21 έπνεε τα λοίσθια. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα είχε κατασταλεί και μόνο στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου παρέμενε ζωντανή. Κι εκεί, όμως, απειλείτο από τον Ιμπραήμ, που σκόπευε να εκστρατεύσει κατά του Ναυπλίου και της Ύδρας.

Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε στάση και άρχισε να διάκειται ευμενώς προς την Επανάσταση. Συνέβαλε σε αυτό και ο νέος Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Γεώργιος Κάνινγκ, που έδωσε μια πιο φιλελεύθερη τροπή στην εξωτερική πολιτική της Γηραιάς Αλβιόνας. Έτσι, στις 24 Ιουνίου 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που καθόριζε τα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Σύμφωνα με τη συνθήκη, ιδρυόταν ελληνικό κράτος υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σύνορα τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό Κόλπο. Στη Συνθήκη Ειρηνεύσεως της Ελλάδος υπήρχε κι ένα μυστικό άρθρο, που προέβλεπε την επέμβαση των τριών δυνάμεων, εάν οι δύο εμπόλεμοι δεν δέχονταν τους όρους της σύμβασης.

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου σήμανε την οριστική μεταστροφή της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και την ελευθερία της Ελλάδας, παρά τη συνεχιζόμενη σφοδρή άρνηση του Σουλτάνου.

Το Σεπτέμβριο του 1828 έφτασαν στον Πόρο οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων που ήσαν διορισμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν οδηγίες να διαπραγματευτούν τον καθορισμό των συνόρων του νέου κράτους, αλλά οι οδηγίες αυτές δεν ανταποκρίνονταν στις επιδιώξεις της Ελλάδας. Η αγγλική πολιτική της εποχής εκφράστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 4/16 Νοεμβρίου 1828. Κύριος όρος του Πρωτοκόλλου διατύπωνε τα εξής: «Η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες, να τεθώσιν υπό την προσωρινήν εγγύησιν των τριών Αυλών, έως ότου να αποφασισθή οριστικώς η τύχη της Ελλάδος με την συγκατάθεσιν της Πύλης, χωρίς να εννοούν ότι με τούτο να προαποφασίσουν εις το παραμικρόν το περί των οριστικών ορίων της Ελλάδος ζήτημα…». Με την ανησυχία ότι η Ελλάδα θα περιοριζόταν στην Πελοπόννησο και τα νησιά, ο Καποδίστριας υπέβαλε υπόμνημα όπου ανάπτυσσε την επιχειρηματολογία του για συνοριακή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού, στη Ρωσία και τη Γαλλία. Η Ρωσία, στο σημείο αυτό, άρχισε να προσανατολίζεται προς την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.

Το Μάρτιο του 1829 η διάσκεψη του Λονδίνου για το ελληνικό ζήτημα ξανάρχισε τις εργασίες της. Ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, το Πρωτόκολλο υπογράφηκε και υιοθετούσε τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού,   περιλαμβάνοντας στα όρια του ελληνικού κράτους την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Καθόριζε ακόμη τον ετήσιο φόρο υποτέλειας προς το σουλτάνο και τις αποζημιώσεις των μουσουλμάνων. Προβλεπόταν κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας, χριστιανός και ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των Εγγυητριών Δυνάμεων. Ακόμα, αναγγελλόταν γενική αμνηστία στους Έλληνες επαναστάτες.

Ακολούθησε η τελευταία περίοδος του Αγώνα και η νικηφόρα μάχη της Πέτρας. Η οθωμανική κυβέρνηση εξαιτίας της πίεσης του Pωσοτουρκικού Πολέμου (28 Απριλίου 1828-14 Σεπτεμβρίου1829) από τον Αύγουστο του 1829 άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Οι όροι της συνθήκης του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) έγιναν τελικώς αποδεκτοί από το σουλτάνο με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης της 14ης Αυγούστου 1829, όπου βάσει του άρθρου 10, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν, πέραν της αναφερόμενης συνθήκης, και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (10/22 Μαρτίου 1829).  Έτσι, για πρώτη φορά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ρητά και επίσημα αναγνώριζε ως κράτος την Ελλάδα.

Στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830, η Διάσκεψη του Λονδίνου διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, πράξη η οποία συνιστούσε διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους, και κατά συνέπεια την ίδρυση και την έναρξη της ύπαρξής του από την άποψη της διεθνούς κοινότητας. Η συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 κρατούσε έξω από το ελληνικό έδαφος ένα μεγάλο τμήμα της Στερεάς. Επιπλέον, καθοριζόταν η πολιτειακή μορφή του νέου κράτους και παρεχόταν στις Δυνάμεις το δικαίωμα εκλογής του βασιλιά χωρίς να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. «Ηγεμών Άρχων της Ελλάδος» ορίστηκε ο Λεοπόλδος του Σαξ-Κόμπουργκ, ο οποίος όμως αρνήθηκε το θρόνο. Προκρίθηκε η λύση του Βαυαρού Όθωνα, με τρεις αντιβασιλείς που επόπτευαν τη διοίκηση.


Οι Έλληνες, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, το οποίο θεωρείται η γενέθλια πράξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είδαν την απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους. Η ελληνική Επανάσταση είχε τελειώσει και άρχιζε να υφίσταται επίσημα στη διεθνή κοινότητα το ελληνικό κράτος. Η πολιτική του Καποδίστρια, παρά τα αρκετά θετικά αποτελέσματά της ως προς την ανασυγκρότηση του κράτους, λαμβανομένης υπόψη και της σύντομης διάρκειας της εξουσίας του, απέτυχε, γιατί ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης αντιμετώπισε τη δυσπιστία των ισχυρών τάξεων, είτε αυτές ανήκαν στους παραδοσιακά ισχυρούς παράγοντες του ελληνισμού (πρόκριτοι) είτε στους εμφορούμενους από δημοκρατικές αντιλήψεις ανερχόμενους αστούς. Η δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ανέκοψε την προσπάθεια. Η μοναρχική λύση κρίθηκε αναπόφευκτα ως απαραίτητη. Το θάνατο του Καποδίστρια ακολούθησε μία περίοδος αναρχίας και εμφύλιας σύγκρουσης, που είχε ως στόχο της την εξισορρόπηση των πολιτικών δυνάμεων ενόψει της άφιξης του βασιλιά, που οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις θα επέλεγαν για την Ελλάδα

Το ζήτημα των συνόρων λύθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832, μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Υψηλής Πύλης, που επανέφερε τα σύνορα στην οροθετική γραμμή, όπως είχε ρυθμιστεί με το Πρωτόκολλο του Μαρτίου 1829 (συνοριακή γραμμή Aμβρακικού-Παγασητικού). Η Κρήτη και η Σάμος δεν περιλαμβάνονταν στο ελληνικό κράτος.

Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος υπήρξε ολιγότερο τόσο ως προς την έκταση όσο και δυσανάλογο του αγώνα των Ελλήνων. Άφηνε εκτός συνόρων ένα μεγάλο μέρος αλύτρωτων πατρίδων και συμπαγών ελληνικών πληθυσμών, όμως και προσδοκίες για αποκατάσταση και ενσωμάτωση στο εγγύς μέλλον. Αυτή η προσδοκία για επέκταση επέβαλε τον μη εορτασμό της ημέρας της ίδρυσης του κράτους από την Ελληνική Αρχή, αλλά της έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα  του έθνους καθώς ,αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε την οριστική παραίτηση από κάθε εδαφική αξίωση  για μελλοντική διεύρυνση.