(Του Χρίστου Γαληρόπουλου)
Κάθε χρόνο, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου γίνεται αφορμή για την διεξαγωγή μιας ιδιότυπης ιστορικής συζήτησης, που φανερώνει δυστυχώς τα μεταπολιτευτικά σύνδρομα άγνοιας που έχουμε ως έθνος. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε ότι ο πρωθυπουργός και όχι ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς είπε ΟΧΙ στο ιταλικό τελεσίγραφο τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε μέσα από τις δομές του πολύπαθου εκπαιδευτικού μας συστήματος ότι το ΟΧΙ, όπως συμπυκνώθηκε το Alors c’ est la guerre (Λοιπόν έχουμε πόλεμο), το είπε ο ηρωικός ελληνικός λαός που πολέμησε ενάντια στο φασισμό. Ως εδώ όλα φαντάζουν αληθινά με ορισμένες βεβαίως προσθαφαιρέσεις. Ωστόσο είναι ανάγκη να εστιάσει κανείς στην ουσία του ζητήματος που κατά τη γνώμη μου οφείλει να αναδειχτεί.
Η ερώτηση στο ιστορικό, πια, ΟΧΙ ή στην πραγματική ρήση του Μεταξά Alors c’ est la guerre (Λοιπόν έχουμε πόλεμο). ποια ήταν;
Με το τελεσίγραφο της 28 Οκτωβρίου η φασιστική κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι ζητούσε να της επιτραπεί να καταλάβει στρατιωτικά αδιευκρίνιστο αριθμό ελληνικών περιοχών ως «εγγύηση ουδετερότητας της Ελλάδας». Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο απέναντι στους ομοϊδεάτες του μεταξικού καθεστώτος. Ο Ιωάννης Μεταξάς αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, για την ιστορία, προσωπικότητα καθώς είναι ένας εκ των ελαχίστων πολιτικών που άφησε ένα πλήρες προσωπικό ημερολόγιο, στο οποίο αποτυπώνονται οι σκέψεις του σχεδόν σε ημερήσια βάση. Η απόφαση του να συνταχθεί με τη Βρετανία σε περίπτωση πολέμου με τον Άξονα είχε ληφθεί ήδη από το 1936, χρονιά κατά την οποία ο Μεταξάς ανέβηκε στην εξουσία. Το οξύμωρο είναι ότι ενώ ιδεολογικά βρισκόταν στην ίδια όχθη με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, γεωπολιτικά ανήκε στο φιλοβρετανικό στρατόπεδο. Η Ελλάδα είχε μετατραπεί από το 1936 σε κράτος φασιστικό και όπως έγραφε ο Μεταξάς στο Προσωπικό του Ημερολόγιο, «η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομουνιστικό. Κράτος αντικοινοβουλευ-τικό. Κράτος ολοκληρωτικό». [Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ ΟΧΙ (1940-44)]
Γιατί ο Μεταξάς δεν βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με τους ομοϊδεάτες του Γερμανούς ναζί και Ιταλούς φασίστες;
Η απάντηση στο ερώτημα μπορεί να δοθεί με την κατανόηση των εσωτερικών συνθηκών που οδήγησαν στη δικτατορία και το πλέγμα της εξάρτησης από τις μεγάλες δυνάμεις. Αρχικά η ρήξη στην οποία θα έρθει ο Ελ. Βενιζέλος με τους πρόσφυγες του 1922, δηλαδή με την κύρια εκλογική του βάση, θα λειτούργησε ως καταλύτης των εξελίξεων με την επιστροφή των φιλομοναρχικών στην εξουσία και την παράδοση της εξουσίας στον Μεταξά. Το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα των βενιζελικών του Μαρτίου του 1935 επέτρεψε την πλήρη πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία των φιλομοναρχικών. Η εκκαθάριση του στρατού και του κρατικού μηχανισμού από τους φιλελεύθερους άνοιξε το δρόμο στις πλέον αντιδραστικές δυνάμεις του τόπου.
Η παλινόρθωση της μοναρχίας στις 3 Νοεμβρίου του 1935 υπήρξε αποτέλεσμα των μεθοδεύσεων του βρετανικού παράγοντα και των βίαιων και παράνομων πράξεων του Κονδύλη. Στο πρόσωπο του μονάρχη Γεωργίου Β’ η ελληνική κοινωνία απέκτησε έναν πιστό εντολοδόχο της βρετανικής πολιτικής και έναν εγγυητή των βρετανικών συμφερόντων. Οι εκλογές του 1936, στις οποίες επικράτησαν και πάλι οι μοναρχικοί, και η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για να βρεθεί μια λειτουργική λύση στη διακυβέρνηση έδωσε την ευκαιρία στον Γεώργιο Β’ να επιβάλει ένα ελεγχόμενο απολύτως απ’ αυτόν αυταρχικό καθεστώς μέσω του Ιωάννη Μεταξά, αρχηγού του ασήμαντου Κόμματος των Ελευθεροφρόνων. Η αποκατάσταση του φιλομοναρχικού μηχανισμού στο κράτος και το στρατό έδινε στον Γεώργιο Β’, ιθύνοντα νου του καθεστώτος, τη δυνατότητα πλήρους πολιτικο-στρατιωτικού ελέγχου.
Επιπλέον η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, υπήρξε τόσο μεγάλη που το μεταξικό καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της. Άλλωστε το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932 έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι ίδιοι οι Άγγλοι αποτιμούσαν το (φασιστικό) καθεστώς Μεταξά, το οποίο με την εγκαθίδρυσή του όχι μόνο δεν περιόρισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.
Τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πύκνωσαν στην Ευρώπη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν μια σειρά από ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα ανέλαβαν τον κυβερνητικό έλεγχο σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία. Την ίδια στιγμή στα Βαλκάνια οι ζυμώσεις για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η περιοχή άλλωστε αποτελούσε προνομιακό χώρο, όπου τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων τέμνονταν προκαλώντας έτσι αναπόφευκτες εντάσεις, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις.
Η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία ήταν οι δυο χώρες που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προωθήσουν τα ερείσματά τους. Ο ανταγωνισμός αυτός προσείλκυσε αναπόφευκτα πολιτικούς από όλα τα Βαλκάνια, πολλοί από τους οποίους ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες θέλοντας να εκμεταλλευτούν προς όφελος των ιδίων και των κρατών τους την αντιπαράθεση των ισχυρών.
Στο πλαίσιο αυτό, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε πρωτοβουλίες, που τελικά ενίσχυσαν τα αγγλικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, κατέφυγε σε αγγλικές τράπεζες για την παροχή δανείων, παρέδωσε τον αποκλειστικό έλεγχο των τηλεπικοινωνιών με το εξωτερικό για δεκαέξι χρόνια σε αγγλικές εταιρείες, ενώ διατήρησε το εργοστάσιο συναρμολόγησης αεροπλάνων υπό βρετανικό έλεγχο,
Η εκχώρηση των κρατικών υποδομών στους Βρετανούς διέλυσε, όπως ήταν λογικό, τους ενδοιασμούς του Λονδίνου για τις προθέσεις του Μεταξά. Στα τέλη του 1938 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα βομβάρδιζε την υπηρεσία του με αναφορές εκθειάζοντας το καθεστώς Μεταξά, τη μόνη λύση στο πολιτικό χάος της χώρας, όπως έλεγε. Η απροκάλυπτη αγγλική υποστήριξη εξώθησε τον Μεταξά σε ακόμη μεγαλύτερη προσχώρηση στη βρετανική συμμαχία. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί θεωρούσαν τον Μεταξά, αν και φιλογερμανό, περισσοτερο φιλικά προσκείμενο μαζί τους παρά με τους ιδεολογικά συγγενείς του. Έτσι τον Απρίλιο του 1939, όταν ο Μουσολίνι κατέλαβε στρατιωτικά την Αλβανία, η Αγγλία και η Γαλλία εγγυήθηκαν επίσημα την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Ρουμανίας σχηματοποιώντας έτσι τα στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στην περιοχή. Αν και η παραπάνω εγγύηση δημιουργούσε περισσότερο μια ηθική υποχρέωση και δεν αποτελούσε σαφή δέσμευση από την πλευρά της Βρετανίας κήρυξης πολέμου για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, έγινε δεκτή με ανακούφιση.
Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Ιταλός δικτάτορας, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Η Ελλάδα όχι μόνο δεν ήταν απροετοίμαστη αλλά είχε φροντίσει ήδη, έστω και καθυστερημένα, από τον Απρίλιο του 1939, όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, να αναθεωρήσει το αμυντικό της δόγμα που έως τότε βασιζόταν κυρίως στα οχυρωματικά έργα κατά μήκος των βορείων συνόρων της και να προετοιμασθεί για το ενδεχόμενο χερσαίας επίθεσης από την πλευρά της Ηπείρου. Από την άλλη, οι Έλληνες στρατιώτες μόνο απρόθυμα δεν αντιμετώπισαν την κήρυξη του πολέμου.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.
Η παθιασμένη ελληνική αντίσταση και οι απρόσμενες, για πολλούς, επιτυχίες των Ελλήνων στρατιωτών υποχρέωσαν τους Βρετανούς να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στη «μάχη της Ελλάδας» και να δηλώσουν ετοιμότητα για προσφορά ουσιαστικότερης βοήθειας.
Το ΟΧΙ για το Μεταξά ήταν επιβεβλημένος μονόδρομος, εφόσον ο Χίτλερ του είχε δηλώσει σαφώς ότι ουδετερότητα της Ελλάδας, δηλαδή συμμαχία με τον Άξονα, θα σήμαινε ότι παραχωρείται η Ήπειρος έως και την Πρεβεζα στους Ιταλούς και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στους Βουλγάρους.
Το ΟΧΙ, λοιπόν, δεν ήταν αποτέλεσμα της “ηρωϊκής και πατριωτικής” στάσης του Μεταξά. Ασφαλώς εκπορευόταν από τη ιδιότητα του δικτάτορα ως στρατιωτικού που είχε δώσει όρκο στην πατρίδα, ασφαλώς εξέφρασε την άρνηση των Ελλήνων για υποταγή αλλά υπήρξε και υποχρεωτικό αποτέλεσμα των συνθηκών και των γεωπολιτικών ισορροπιών της εποχής με κύριο πρωταγωνιστή την Μ. Βρετανία. Η Ελλάδα από τη στιγμή της ιδρυσής της το 1830 ως τις μέρες μας είναι σταθερά και αναγκαστικά προσανατολισμένη προς τη Μ Βρετανία. Η χώρα μας αποτελεί το ζωτικό χώρο και το πεδίο που συγκρούονται οι πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων διαχρονικά. Κάθε φορά στη διάρκεια του αιώνα έπρεπε να πορευτεί πολιτικά και οικονομικά ανάμεσα στις συμπληγάδες των συμφερόντων των «μεγάλων». Σ’ αυτην την περίπτωση δε χωρούν συναισθηματισμοί και δυστυχώς μάλλον για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης διαθέτουμε αρκετούς. Η αλήθεια των γεγονότων είναι συντριπτική.
Οφείλουμε να διδασκόμαστε την ιστορία, με σημείο αναφοράς τη θέση μας διεθνώς, δίχως να πλάθουμε μύθους, ήρωες, εχθρούς και φίλους ο καθένας κατά το δοκούν. Στη διεθνή πολιτική σκηνή δεν υπάρχουν ούτε αιώνιοι εχθροί ούτε αυτόκλητοι φίλοι που μας βοηθούν ή μας επιβουλεύονται δίχως αντάλλαγμα. Στην περίπτωση αυτή, η ρήση του Διονυσίου Σολωμού ότι “Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό ” ισχύει στο ακέραιο.
Το άρθρο δημοσιέυθηκε στο Lamiareport.gr